Έφορου Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Ε.Τ.
«Α
γαρ ο λόγος διά της ακοής παρίστησι, ταύτα γραφή σωπώσα διά μιμήσεως δείκνυσι»
(Αγ. Γερμανός Κων/πόλεως. PG 98, 172 C)
Στις Μονές των Μετεώρων διασώζεται
σήμερα η θρησκεία μας και η εξ αυτής πνευματική παράδοσις. Συνέβαλαν οι
εγκαταβιούντες μοναχοί στη διάσωση της τέχνης της αγιογραφίας, αφού την
εκαλλιέργησαν και οι ίδιοι επειδή επίστευαν ότι με αυτόν τον τρόπο η παρουσία
του Θεανθρώπου καθίσταται φανερή σε εμάς, όταν εισερχόμεθα στον ναόν, όπου ο
«Θεός ενοικεί και περιπατεί».
Διεσώθη λοιπόν η παράδοσις της
αγιογραφίας ή της «ιστορήοεως» στο χώρο των Μετεώρων από τον 12ον έως και τον
18ον αι. Το χρονικόν αυτό διάστημα των έξι – επτά αιώνων είναι σημαντικό για
την ιστορίαν της ορθοδόξου θρησκευτικής τέχνης, διότι τα αντιπροσωπευτικά
δείγματα-μνημεία αποτελούν σταθμούς της εξελίξεως της εικονογραφίας, της
τεχνοτροπίας και της εκφράσεως του δόγματος.
Σκήτη των Σταγών
Το παλαιότεραν μνημείον του χώρου
των Μετεώρων είναι ο ναός της Θεοτόκου της Δούπιανης. ο οποίος ήταν το
«Κυριακόν» της Σκήτης των Σταγών. Η αρχαιοτέρα γραπτή μαρτυρία περί του
«πρώτου» της Σκήτεως των Σταγών δηλαδή του «Νείλου», διασώζεται σήμερα στην
κτιτορικήν επιγραφήν του καθολικού της Μονής της Υπαπαντής των Μετεώρων, όπου
αναφέρεται το όναμά του και η χρονολόγησις των αγιογραφιών, το 1366.
Ο μικρός αυτός ναός της Μονής της
Υπαπαντής, αρχικώς της Αναλήψεως, είναι από τα ολίγα διασωθέντα μνημεία του
14ου αι., και αποτελεί σταθμόν της εξελίξεως της ορθοδόξου χριστιανικής τέχνης.
Παρατηρώντας τις αγιογραφίες του μικρού αυτού καθολικού διακρίνει κανείς
λιτότητα και απλοποίησιν, που είναι άγνωστα στοιχεία της ακμαζούσης κατά την
περίοδον αυτήν, Μακεδονικής Σχολής.
Το Κυριακό της Σκήτης της Δούπιανης |
Ο ερευνητής αυτός διατυπώνοντας τη
θεωρία του περί ενός άλλου ρεύματος τέχνης, που εμφανίζεται παραλλήλως προς την
«Μακεδονικήν Σχολήν», το οποίον έχει χαρακτήρα αυντηρητικόν και λαϊκόν,
παραθέτει μία σειράν παραδειγμάτων αυτού του ρεύματος, στα οποία περιλαμβάνεται
και η Μετεωρίτικη Μονή και καταλήγει στο συμπέρασμα άτι το ρεύμα αυτό είναι ο
πρόδρομος της κατά τον 15ον και 16ον αι., ακμασάσης «Κρητικής Σχολής».
Συμφώνως προς τον ανάδοχαν της
ονομασίας της σχολής αυτής, G. ΜILLΤ, «διακρίνεται η Κρητική από την
Μακεδονικήν, διότι προσκολλάται εις την αρχαιοτέραν παράδοσιν, παρουσιάζει ευγένειαν,
διαυγειαν, λιτότητα και ιδεαλισμόν. Τα στοιχεία αυτά έρχονται σε αντίθεση προς
τον ρεαλισμόν και την φυσιοκρατικήν αντίληψιν της Μακεδονικής αγιογραφίας.
Η Μονή λοιπόν της Υπαπαντής που
προαναγγέλλει, το 1366. την λεγομένην «Κρητικήν Σχολήν» συνυπάρχει με τα
περίφημα ζωγραφικά σύνολα των σπουδαίων μονών του 16ου αι., που διεσώθησαν στον
μετεωρίτικο χώρο και αποτελούν, μαζί με αυτά του Αγίου Όρους, το σύνολο σχεδόν
των δειγμάτων της ακμής της «Κρητικής Σχολής».
Αγιογραφίες
Ομως στην περιοχήν των Μετεώρων
διατηρείται σε καλή κατάσταση ένα άλλο σύνολο στο οποίο διασώζονται αγιογραφίες
του 1483 Η χρονολόγησίς τους, που προέρχεται από την κτιτορική επιγραφή,
συμβάλλει στην γνώση της εξελίξεως της ορθοδόξου αγιογραφίας κατά τον 15ον αι.
Το Καθολικό της Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου |
Τα μνημεία της περιόδου αυτής, και
ιδιαιτέρως του β΄ ημίσεος του 15ο αι., είναι ελάχιστα και ως εκ τούτου
καθίσταται εμφανής η σπουδαιότητα του μετεωρίτικου μοναστηριού για την
αγιογραφίαν της εποχής αυτής και του χώρου στον οποίον ευρίσκεται.
Οι αγιογραφίες αυτές διασώζονται στο
πρώτο καθολικόν της Μονής Μεταμορφώσεως που ιδρύθηκε τον 14οναι., από τον Αγιον
Αθανάσιον τον Μετεωρίτη, οργανωτήν της μοναστικής πολιτείας των Μετεώρων και
εκτίσθη το 1445. Ως προανεφέρθη «ιστορήθη» το 1483 και διατηρείται το
μεγαλύτερον τμήμα της όλης διακοσμήσεως, η οποία συμπληρώθηκε ή ανανεώθηκε το
1552.
Σήμερα ή μάλλον από το 1545 το μικρό
αυτό καθολικά είναι το 1ο Βήμα του νέου που εκτίσθη το έτος αυτό. Η διακόσμησις
του παλαιού καθολικού κατά τον Α. Ξυγγόπουλον εθεωρήθη ως έργον της παρακμής
της «Μακεδόνικης Σχολής» διότι ο αγιογράφος και το συνεργείον του ηκολούθησαν
το ρεύμα τούτο, πλην όμως κατά μηχανικόν τρόπον, δηλ. ως συνταγήν.
Νεώτερες απόψεις αποδίδουν το έργον
αυτό σε εργαστήριο που εργάζεται στον Β.Δ. ελλαδικόν χώρο και στα Βαλκάνια και
φθάνει έως τη Μολδαβία. Κατά τον ακαδημαικόν Ν. Χατζηδάκη «…τα μέλη του
εργαστηρίου αυτού δεν ήταν καλλιτέχνες ισοδύναμοι και ότι η κατηγορία των
μορφών και των σκηνών που ξεχωρίσαμε πρέπει να είναι έργο του “δασκάλου” του
αρχηγού του εργαστηρίου και συνεπώς με βάση τα έργα αυτά πρέπει να σταθμισθεί
το επίπεδο του εργαστηρίου».
Κατά τον ως άνω ακαδημαϊκόν η
φυσιογνωμική ομοιομορφία του ανθρώπινου τύπου είναι άσχετη με οποιαδήποτε
βυζαντινή προσωπογραφική παράδοση και τούτο αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
Τα άτονα βλέμματα και η πλαδαρότητα των προσώπων δεν προσδίδουν ιδιαίτερη
ευγένεια στις παραστάσεις, όμως υπάρχουν και έντονες φυσιογνωμίες και
συγκεκριμένα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά. Επίσης ο κ. Μ. Χατζηδάκης διακρίνει
στοιχεία επαφής με φραγκικούς τρόπους όχι μόνον στην τεχνοτροπία και στην
εικονογραφία αλλά και αε πανοπλίες και οικιακά σκεύη. Γενικώς »ο χαρακτήρας των
αγιογραφιών του πρώτου καθολικού της Μονής της Μεταμορφώσεως είναι αντικλασικός
με τάση να ξεφύγει από τα καθιερωμένα…».
Οι περίφημες αγιογραφίες των μονών
του 16ουαι., και συγκεκριμένως του διαστήματος 1517-1560-61 αποδεικνύουν ότι
στα Μετέωρα δημιουργείται ένα δεύτερον «Αγιον Όρος» ή η «θηβαΐς» των Σταγών,
αφού τα μοναστήρια συμφώνως προς το «Σύγγραμμα ιστορικόν», χρονολογούμενον τον
16ο αι. ή άλλως «Χρονικόν των Μετεώρων» ανέρχονται σε δεκατέσσερα χωρίς να
υπολογίζονται και μερικά μικρά ή άλλα εγκαταλελειμμένα.
Θεοφάνης Στρελίτζας
Η αίγλη και η φήμη των μετεωρίτικων
μονών καθώς και η στενή πνευματική σχέσις των με αυτές του Άθωνα είχε ως
αποτέλεσμα να έλθει στην «θηβαΐδα» των Σταγών ο μοναχός «άριστος αγιογράφος»
Θεοφάνης Στρελίτζας. Το όνομά του το πληροφορούμεθα από την κτιτορικήν
επιγραφήν της Μονής του Αγ. Νικολάου του Αναπαυσά όπου αναφέρεται και η
καταγωγή του «Χειρ Θεοφάνη μοναχού του εν τη Κρίτι Στρελιτζά» (σημ. η επιγραφή
είναι ανορθόγραφη).
Στην ίδια επιγραφή αναφέρεται και η
χρονολογία του πέρατος της «ιστορίας» του μικρού καθολικού της μονής αυτής, το
έτος 1527. Δεν γνωρίζουμε το χρόνο της ανεγέρσεως της μονής αυτής, πιθανώς το
μικρό παρεκκλήσιον του Αγ. Αντωνίου να ανάγεται στον 14οναιώνα, καθώς είναι
δυνατόν να συναχθεί από τα λίγα υπολείμματα αγιογραφίας που διατηρούνται.
Πλησίον του Αγίου Νικολάου του
Αναπαυσά υψώνεται, στον επιβλητικό της βράχο, η Μονή Βαρλαάμ, κτίσμα κατά το
1541/42 των αδελφών ιερομόναχων Νεκταρίου και Θεοφάνη των Αψαράδων από τα
Ιωάννινα.
Στην κτιτορική επιγραφή που
διασώζεται στον κυρίως ναόν του καθολικού αναφέρεται το έτος «ΑΦΜΗ» ή από
κτίσεως κόσμου «ΖΝΣΤ», δηλ. 1548. Δεν αναφέρεται όμως το όνομα του
«ιστορήσαντος» αγιογράφου. Αντιθέτως στην επιγραφή που διατηρείται στη Λιτή του
καθολικού αυτού εκτός από τη χρονολογία της αποπερατώσεως της αγιογραφήσεως
»ΑΦΞΣΤ» ή από κτίσεως κόσμου «ΖΟΔ». δηλ. 1566 αναγράφονται τα ονόματα των δύο
τεχνιτών που κατήγοντο από τη Θήβα, του ιερέως και Σακελλαρίου Γεωργίου και του
αδελφού του Φράγκου.
Η επιστημονική έρευνα απέδειξε ότι
πρόκειται περί των αγιογράφων που διεκόσμησαν στην Ήπειρο το 1563 το καθολικόν
της μονής του Αγίου Νικολάου της Κράψης, ενώ ο Φράγκος το 1568 μόνος του το
καθολικάν της μονής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρας στην Κληματιά. Οι δύο
αυτάδελφοι φέρουν τα επώνυμον Κονταρής.
Απέναντι από τη μονή Βαρλαάμ, στον
«Πλατύ Λίθο» είναι σκαρφαλωμένη η Μονή του «Μεγάλου Μετεώ¬ρου» ή της
«Μεταμορφώσεως του Σωτήρος».
Προαναφέρθηκε η ιστορία της
αρχιτεκτονικής της μονής αυτής δι’ ο¬λίγων, θα προσθέσουμε εδώ ότι ο κτίτωρ,
Άγιος Αθανάσιος ο Μετεωρί¬της, μετά τον πρώτο ναόν που αφιέρωσε στη Θεομήτορα,
ανήγειρε νέ¬ον, αφιερωμένον στην Μεταμόρφωσιν του Σωτήρος τον οποίον
αποπεράτωσε ο διάδοχός του όσιος Ιωάσαφ το 1387/88, καθώς αναγράφεται στην
επιγραφή που ευρίσκεται στον Β. τοίχο του I Βήματος του σημερινού καθολικού,
αλλά και στην εγχά¬ρακτη που διατηρείται στο δίλοβο παράθυρο του I. Βήματος. Η
τελευταία αναφέρει το όνομα μόνον του οσίου Ιωάσαφ, ενώ η πρώτη αμφοτέ¬ρων των
κτιτόρων.
Το νέον καθολικόν, το σημερινόν,
ανηγέρθη το έτος 1544/45 δηλ. συγχρόνως με αυτό της μονής Βαρλαάμ. Η χρονολογία
αυτή διεσώθη στην εγ¬χάρακτη επιγραφή άνωθεν της νέας εισόδου του καθολικού.
Τέλος, η επιγραφή άνωθεν της εισόδου από τη Λιτήν εις τον κυρίως ναόν μας
παρέχει την πληροφορίαν ότι ο ναός ανιστορήθη το έτος 1552, όμως και εδώ δεν
αναγράφεται το όνομα ταυ αγιογράφου.
Μεταξύ των μονών του Αναπαυσά και
Βαρλαάμ υψώνεται ως θεόρατος πύργος, ο βράχος τη Μονής Ρουσάνου.
Από την διαθήκην των ιερομονάχων
κτιτόρων Μαξίμου και Ιωάσαφ, αδελφών και καταγόμενων από τα Ιωάννινα, συνάγεται
ότι το καθολι¬κόν που διασώζεται μέχρι σήμερα, ανηγέρθη το έτος 1545. Από την
κτιτορικήν επιγραφήν πληροφορούμεθα άτι το έτος 1560/61 επερατώθη η «ιστόρησις»
του καθολικού, καθώς και ότι ήτο αφιερωμένον εις την Μεταμόρφωσιν του Σωτήρος.
Σχετικά με την αρχιτεκτονική μορφή
των καθολικών των μετεωρικών μονών απλώς θα σημειώσουμε ότι πλην του μικρού
μονόχωρου ναΐσκου της μονής του Αναπαυσά, τα καθολικά και των λοιπών τριών
ανηγέρθησαν, κατά το παράδειγμα των αγιορείτικων καθολικών δηλ. τρίκογχα ή
αθωνικού τύπου.
Οι μονές των Μετεώρων δεν είναι
γνωστές μόνον από τα αρχιτεκτονήματά τους: Οι αγιογραφίες όμως μαζί με την
«έξαρση» της φύσεως δίδουν την εντύπωσιν ότι η ζωή και η πνευματική ζωή είναι
ταυτισμένες και, είτε ευρίσκεται κανείς μέσα ή έξω από τις μονές, έχει ενώπιον
του τον Θεάνθρωπον που του επιδαψιλεύει την γαλήνην και την αγάπην Του. Οι
«αγιογραφίες» του υπαίθρου προετοιμάζουν την είσοδο στη μονή, όπου η ανθρώπινη
αγάπη και φιλοξενία των εγκαταβιούντων εκεί οδηγεί τα βήματα στο καθολικόν, στο
οποίον ο Τριαδικός Θεός εκφράζεται με κάθε μέσον, υλικόν ή πνευματικόν.
Οι αγιογραφίες είναι το πρώτο
στοιχείο που μας βοηθεί να κατανοήσουμε τον Δημιουργόν, έστω και αν τις δούμε
με τα μάτια της αισθητικής και όχι και με τα μάτια της καρδιάς. Το
αρχιτεκτόνημα και οι χώροι ταυ έχουν την μορφήν αυτήν για να δε¬χθούν την
κατάλληλη διακόσμηση σε κάθε ένα μέρος τους. Δεν είναι τυχαίο το εικονογραφικόν
πρόγραμμα, που καθιερώθηκε κατά τον 11οναι., και εμπλουτίσθηκε στους
μεταγενέστερους χρόνους, αφού ο ρόλος της αγιογραφίας είναι διδακτικός,
αποκαλυπτικός, είναι η έκφρασις του θείου, το οποίον το έχεις εμπρός σου και
μαζί του ζεις τα δρώμενα μέσα στον ναό.
Ο Αδάμ δίνει ονόματα στα ζώα. Ἐργο Θεοφάνους του Κρητός. Καθολικό Ιεράς Μονής Αναπαυσά |
Θεοφάνης ο Κρης
Το πνεύμα και το νόημα αυτά
συνεχίζουν να παρέχουν οι αγιογραφίες και του 16ουαι., που διασώθηκαν στα
περισσότερα μοναστήρια των Μετεώρων. Το ρεύμα που εχαρακτηρίσθη ως «Κρητική
Σχολή» του οποίου η άνθηοις εμφανίζεται, ως προς την εντοίχια διακόσμηση, τον
αιώνα αυτόν, εισήγαγε στον ελλαδικό χώρο ο «Θεοφάνης ο Κρης», που αγιογραφεί το
1527 το μικρόν καθολικόν του Αγίου Νικολάου, Μέχρι σήμερα ο «άριστος
αγιογράφος» θεωρείται ο πρώτος διδάσκα¬λος, μετά τον οποίον όλοι οι επόμενοι
«ακινητούν στην ρουτίνα» όπως έγραψε ο ερευνητής G. Μillet το 1916.
Το έργον του Θεοφάνους του Κρητός
αρχίζει το 1527 στα Μετέωρα. Στην μονήν αυτή, που θεωρείται ως πρωτόλειον έργον
του ο ζωγράφος μάς αποδεικνύει το σπουδαίο ταλέντο του. Κατορθώνει να αναπτύξει
τις σκηνές και τις μεμονωμένες μορφές του εικονογραφικού προγράμματος με
αξιοθαύμαστον τρόπον. Ο μικρός ναός της μονής αυτής δεν είναι ο κατάλληλος για
να αναπτυχθεί το καθιερωμένον εικονογραφικόν πρόγραμμα· παρ’ όλα ταύτα όμως ο
αγιογράφος κατορθώνει να δώσει την εντύπωσιν ότι οι μικρές διαστάσεις του ναού
δεν τον εμποδίζουν να παράθεσει τις πολλές σκηνές και τους ολόσωμους αγίους, ως
ο ναός να ήταν ο κατάλληλος αρχιτεκτονικός τύπος, δηλαδή ο τρίκογχος. ο
αθωνίτικος.
Εξετάζοντας τις θεοφάνειες
αγιογραφίες του Αναπαυσά παρατηρούμεν ότι ως προς την τεχνικήν και την
τεχνοτροπίαν ο τοπογράφος ακολουθία την παράδοσιν που την εγνώρισε προφανώς
στην πατρίδα του την Κρήτην. Παραλλήλως όμως προς αυτήν διαπιστώνεται ότι
χρησιμοποιεί στην τοιχογραφία την τεχνικήν των φορητών εικόνων, δηλαδή
ζωγραφίζει επί των τοίχων ως εάν να εζωγράφιζε φορητές εικόνες. Η παράλληλη
χρήσις δύο διαφορετικών τεχνικών αποδεικνύει ότι ο Θεοφάνης δεν έχει
αποκρυσταλλώσει την ιδικήν του τεχνικήν και τεχνοτροπίαν, πράγμα το οποίον και
θα κατορθώσει αργότερα στο Αγιον Όρος με αποκορύφωμα το έργον του στη Μονή
Σταυρονικήτα (1546), όπου και θα αποδείξει την σπουδαίαν ικανότητά του να
αφομοιώνει απολύτως δυτικά πρότυπα σκηνών και να τα αποδίδει εξόχως, κατά τον
ορθόδοξον τρόπον.
Φράγκος Κοπελάνος
Οπως προαναιρέρθη. ο G. Μillet
έγραψε ;oτι οι μετά τον Θεοφάνην αγιογράφοι «ακινητούν στην ρουτίνα» ως προς
την εικονογραφίαν. Όμως, η μετά το 1916 έρευνα και ειδικότερα της τελευταίας
δεκαετίας απέδειξε ότι παρά τον ισχυρισμόν του Γάλλου σοφού, η «ρουτίνα» αρχίζει
να εξαφανίζεται. Αρχίζει να εμφανίζεται και ένα άλλο ρεύμα, που κινείται όμως
εντός των αρχών της λεγόμενης «Κρητικής Σχολής» και παρουσιάζει νέους τύπους,
νέες συνθέσεις και εν πάση περιπτώσει κάτι διαφορετικό, παράλληλον όμως προς
τον Θεοφάνην.
Δείγμα αυτού του ρεύματος είναι η
αγιογράφησις του καθολικού της μονής Βαρλαάμ σε δύο διαφορετικές εποχές.
Μερικοί ερευνητές έχουν ισχυριστεί ότι ο αγιογράφος του κυρίως ναού και του I.
Βήματος είναι ο εκ Θηβών -Φράγκος Κατελάνος. Το όνομα του ζωγράφου αυτού είναι γνωστόν
από την επιγραφήν του πα¬ρεκκλησίου ταυ Αγ. Νικολάου της Μεγίστης Λαύρας του
Αγίου Όρους, που χρονολογείται, το 1560. Μερικές, μέχρι τώρα συγκρίσεις των δύο
αυτών έργων πιθανώς οδηγούν στη διατύπωσιν της υποθέσεως που προελέχθη. Το 1548
λοιπόν, ίσως ο Φρά¬γκος Κατελάνος διακοσμεί το καθολικόν της Μονής Βαρλαάμ. Εδώ
διαπιστώνουμε άτι ο αγιογράφος δέχεται και χρησιμοποιεί απ’ ευθείας δυτικά
πρότυπα ως π.χ. στη σκηνή της Μεταμορφώσεως όπου οι προφήτες Μωυσής και Ηλίας
προσέρχονται στο όρος Θαβώρ επί νεφελών. Επίσης στην Γέννησιν του Χριστού η
Παναγία παρίσταται γονυπετής πλησίον της φάτνης.
Αυτές και άλλες καθαρές δυτικές
επιδράσεις διαπιστώνονται μόνον στις συνθέσεις, ενώ στους μεμονωμένους αγίους ο
ζωγράφος είναι συντηρητικός, ευρίσκεται μάλιστα πολύ πλησίον στην ορθοδοξον
παράδοσιν Ο αγιογράφος αυτός βεβαίως δεν κατορθώνει να ξεφύγει από την
επίδρασιν του Θεοφάνους, πλην όμως επιχειρεί και τους δικούς του νεωτερισμούς
όπως επίσης πλην των εικονογραφικών διαφορών, επιχειρεί και το κατορθώνει, οι
χρωματικές αντιθέσεις να είναι περισσότερο μαλακές από αυτές του Θεοφάνους και
το χρώμα διαφορετικής ποιότητας.
Επηρεασμένες από το πνεύμα των
αγιογραφιών του κυρίως ναού και του I. Βήματος είναι αι τοιχογραφίες της Λιτής
του καθολικού αυτού που η αγιογράφησίς του επερατώθη το 1566. Όπως έχει γραφεί
πιο πάνω, οι αγιογράφοι είναι δύο αδελφοί οι οποίοι ομοίως κατάγονται από τη
Θήβα όπως και ο Φράγκος Κατελανος. Το έργον των δύο αυτών αδελφών κυρίως είναι
γνωστόν στην Ήπειρο. Στο μετεωρίτικο μοναστήρι διαπιστώνεται ότι και αυτοί
ακολουθούν την Κρητικήν Σχολήν.
Τα δύο αυτά μοναστήρια μας παρέχουν
λοιπόν τους δύο καλλιτεχνικούς άξονες που θα αναπτυχθούν ε¬ντός των «αρχών» της
λεγόμενης «Κρητικής Σχολής» και το κάθε ένα από αυτά θα ακολουθήσει τον δρόμον
του.
Ο Θεοφάνης μετά τα Μετέωρα
επιστρέφει (;) στο Αγιον Όρος άπου καθιερώνεται πλέον ως «άριστος ζω¬γράφος».
Λίγοι διάδοχοί του είναι επώνυμοι, που δεν είναι απαραίτητον όμως να τον
ακολουθούν κατά πό¬δας. Ένας εξ αυτών είναι και ο αγιογράφος του νέου καθολικού
της Μονής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που πιθανώς είναι ο ίδιος με την
αγιογράφον της μονής Ρουσάνου.
Όπως εγράφη, το νέον καθολικόν της
Μονής της Μεταμορφώσεως αγιογραφήθηκε το 1552. Μια απλή σύγκρισις προς το όλον
έργον του Θεοφάνους του Κρητός αποδεικνύει χωρίς ενδοιασμούς, ότι ο αγιογράφος
αυτός επηρεάζεται ως προς την εικονογραφίαν σχεδόν απόλυτα από τον Κρητικό
ζωγράφο. Το ίδιο μπορούμε να ισχυρισθούμε και για την εικονογραφίαν της μονής
Ρουσάνου του 1560/61.
Στο σημείον αυτό όμως θα πρέπει να
ξεφύγουμε από τα όρια της μετεωρίτικης περιοχής και να μεταφερθούμε λίγα
δυτικότερα μέχρι τη μονή του Αγίου Βησσαρίωνος ή αλλιώς του «Δούσικου». Το
καθολικόν της μονής αυτής ανηνέρθη το 1544/45 και αγιογραφήθηκε το 1558. δηλ.
έξι χρόνια μετά από το καθολικό της Μεταμορφώσεως των Μετεώρων και δύο-τρία
χρόνια πριν από αυτό της μονής Ρουσάνου.
Η αναφορά μας στην μονήν του Αγίου
Βησσαρίωνας εκρίθη απαραίτητη, διότι οι εικονογραφικές, τεχνοτροπικές και αυτές
της τεχνικής της αγιογραφίας και των τριών μονών συγγένειες παρουσιάζουν
εκπληκτικήν ομοιότητα σε τέτοιο σημείο ώστε εάν παραθέσει κανείς φωτογραφίες
μιας οποιασδήποτε συνθέσεως, που υπάρχει και στα τρία αυτά καθολικά, πολύ
δύσκολα θα μπορέσει, ακόμη και ο ασχολούμενος με αυτά, να ταυτίσει τις
φωτογραφίες αυτές με τις αντίστοιχες μονές.
Οι αγιογράφοι των δύο μετεωρίτικων
μοναστηριών δεν είναι γνωστοί. Της μονής όμως του Αγίου Βησσα¬ρίωνος
γνωρίζουμε, από ένα χειρόγραφο που εδημοσιεύθη προ εικοσαετίας, το όνομα του
αγιογράφου και την καταγωγήν του. Ο αγιογράφος λοιπόν της μονής αυτής ωνομάζετο
«Τζώρτζης» και κατήγετο από την Κωνσταντινούπολη.
Μία πρώτης εκτίμηοις των
παρατηρήσεων μας επί των αγιογραφιών των τριών καθολικών μάς οδηγεί στη σκέψη
ότι πιθανότατα πρόκειται περί του ιδίου αγιογράφου, ο οποίος διακοσμεί τα
καθολικά αυτά μαζί με το συνεργείον του που αποτελείται από ικανούς τεχνίτες.
Ο αγιογράφος Τζώρτζης
Όπως προείπαμε, ο ζωγράφος των
μετεωρίτικων μοναστηριών επηρεάζεται έντονα από τον Θεοφάνη ως προς την
εικονογραφίαν. Διαφοροποιείται, όμως, από αυτόν, κατά κάποιον τρόπον ως προς
την χρωματικήν κλίμακα και την τεχνικήν. Εάν οι μέχρι στιγμής παρατηρήσεις μας
περί του ιδίου ζωγράφου αποδειχθούν αργότερο ως βέβαιαι, μπορούμε να
ισχυρισθούμε άτι το πρώτον έργον του είναι η αγιογράφησις της Μονής της
Μεταμορφώσεως, όπου η χρωματική του κλίμακα είναι πλούσια, οι τόνοι των
διαβαθμίσεων είναι πολλοί και λεπτών αποχρώσεων και οι αντιθέσεις πολύ μαλακές,
που θυμίζουν παραδοσιακά πρότυπα.
Το σχέδιόν του είναι πολύ καλό και
το ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν είναι οι γραπτές οδηγίες που γράφει επί της
ζωγραφικής επιφανείας, όχι πάντοτε διακριτικά, με τις οποίες καθοδηγεί τους
συνεργάτες του ως προς τα υποδείγματα που πρέπει να έχουν υπ’ όψιν των, όταν
εκτελούν μίαν συγκεκριμένην εργααίαν ή ως προς τα υλικά που πρέπει να προμηθευθούν
και χρησιμοποιήσουν. Εις τον τρούλλον π.χ. της μονής της Μεταμορφώσεως ο
αγιογράφος παραγγέλλει «ασβέστης αγειορίτικος» ή δοκιμάζει το σχέδιόν του,
σκιτσάροντας μερικές μορφές.
Επίσης, στο εσωρράχιο ενός των
παραθύρων του τρούλλου της Μονής του Αγίου Βησσαρίωνος, ζωγραφίζει, σε
μικρογραφία, μορφές αγίων που τις θεωρεί υποδείγματα και δίδει γραπτές εντολές
για τον τρόπον εκτελέσεως των αντιστοίχων περιπτώσεων στον ναόν. Τέλος, πολλά
τέτοια παραδείγματα παρατηρούμε και στην Μ. Ρουσάνου. Η ομοιότητα των γραμμάτων
και εν γένει ο τρόπος αυτός της επικοινωνίας που είναι, εξ όσων γνωρίζω,
μοναδικός στην ιστορία των μνημείων της περιοχής της Θεσσαλίας, συνηγορούν στην
παρατήρησίν μου ότι πρόκειται περί του «Τζώρτζη». ο οποίος διεκόσμηοε και τις
τρεις αυτές μονές.
Λίγα αλλά σημαντικά είναι τα
δείγματα της αγιογραφίας του 17ουαι., που διεσώθησαν στις μετεωρίτικες μονές.
Στη μονή Βαρλαάμ υπάρχει κατάγραφον, το παρεκκλήαιον των Τριών Ιεραρχών, το
οποίον εκτίσθη στην θέσιν παλαιοτέρου ομώνυμου ναΐσκου, που είχε κατασκευάσει ο
πρώτος οικιστής του βράχου αυτού, ο Βαρλαάμ.
Το σημερινόν ανηγέρθη το έτος 1627
και αγιογραφήθηκε το 1637 από «τον ιερέα εκ Σταγών», την σημερινήν Καλαμπάκα,
Ιωάννην με βοηθούς του υιούς του, ως αναφέρει η κτιτορική επιγραφή. Στο
παρεκκλήσιον αυτό εικονίζονται οι 24 οίκοι του Ακάθιστου Ύμνου σκηνές από τον
βίον του Χριστού, η Κοιμήσις του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, καθώς και αυτή
του οσίου Εφραίμ του Σύρου. Ο αγιογράφος χρησιμοποιεί τεχνικήν και τεχνοτροπίαν
της «Κρητικής Σχολής» αλλά πλέον τυποποιημένην. Επίσης και ως προς τα
εικονογραφικά θέματα φαίνεται ότι επηρεάζεται από αυτά της γειτονικής μονής του
Αναπαυσά ή από πρότυπα της Παλαιολογείου περιόδου ή και προ αυτής.
Επίσης ενδεικτικώς θα προσθέσουμε
τις τοιχογραφίες του μικρού ναΐσκου, άλλοτε καθολικού αφιερωμένου στον Αγιον
Στέφανον της ομωνύμου μονής των Μετεώρων, καθώς και της Λιτής του καθολικού της
μονής της Αγίας Τριάδος που αγιογραφήθηκε το 1692. Τέλος, χαρακτηριστικά
δείγματα της αγιογραφίας του 18ουαι. απαντώνται στον κυρίως ναόν και το I. Βήμα
της Μονής της Αγ. Τριάδος, του έτους 1741. που αγιογράφησαν οι αδελφοί Αντώνιος
ιερεύς και Νικόλαος συμφώνως προς την κτιτορικήν επιγραφήν.
Στον 18ον επίσης αιώνα ανάγονται και
οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου ταυ Τιμίου Προδρόμου που ευρίσκεται
προσκολλημένο στην Ν.Α. γωνίαν του καθολικού της Μονής της Μεταμορφώσεως.
Από τις παραπάνω αδρές γραμμές
παρατηρεί πλέον κανείς την ιδιαιτέραν σημασίαν που έχει για την εξέλιξιν της
βυζαντινής και μεταβυζαντι¬νής αγιογραφίας ο χώρος αυτός. Τα Μετέωρα δεν είναι
τόπος συγκεντρώσεως επισκεπτών, είναι χώρος στοχασμού και ανατάσεως. Δεν είναι
τυχαίον ότι ο Γάλλος περιηγητής του περασμένου αιώνος, Ρouqueville αποδίδει
τους στίχους του Λαμαρτίνου σε αυτούς τους βράχους:
«Εδώ έρχονται ν’ αποθάνουν οι
τελευταίοι θόρυβοι του κόσμου. Ναυτικοί χωρίς άστρο, προσορμισθήτε· αυτό είναι
το λιμάνι. Εδώ η ψυχή βυθίζεται σε μια ειρήνη βαθειά, κι αυτή η ειρήνη δεν
είναι θάνατος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου