του Στέφανου Αργ. Θανασούλα
3. Στην Αγία
Τριάδα
Τ' Αγίου Πνεύματος
σήμερα. Μεγάλη γιορτή. Λίγοι αποφάσισαν να κάνουν τον κόπο ν' ανηφορίσουν,
να πάνε να γιορτάσουν στην Αγία Τριάδα, στο μετεωρίτικο αυτό μοναστήρι,
που κατά τ' ανατολικά της πόλης μας στέκει σκαρφαλωμένο σ' έναν γιγαντόβραχο.
Στον βράχο τούτο,
που αγιάζει το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, λίγοι κάποιες φορές,
πολλοί όμως σα γιορτάζει και πανηγυρίζει, όπως και σήμερα, νιώθουν
την ανάγκη να βρεθούν πιο κοντά στο θείο, στην Τριαδική θεότητα, να
σκαρφαλώσουν, στην εκκλησιά του ν' ανάψουν αγιοκέρι και να λειτουργηθούν.
Στα μανουάλια
λαμπάδες πολλές, μικρές, τρανές, από καθαρό μέλισσας κερί πλασμένες
καίνε κι οι χλωμές φλογίτσες τους, παιχνιδίζοντας με τους καπνούς του
μοσχολίβανου που σκορπούν τα θυμιατήρια, συνταιριάζουν έναν κάποιου
άλλου κόσμου χώρο. Απαλόηχη γροικιέται η φωνή κάποιου ψάλτη, που
μέλπει τον τρισάγιο ύμνο και οι κατανυκτικές δεήσεις του γερο-ιερέα,
που ήρθε να ιερουργήσει σήμερα στου μοναστηριού τούτου την εκκλησιά.
Μετά την
"απόλυση" της λειτουγίας όλοι άρχισαν με την όποια ταίριαζε
ευπρέπεια να επισκέπτονται έναν-έναν όλους τους άλλους χώρους του μοναστηριού,
που λίγο καιρό πριν ένιωθαν της καταστροφής τους τον ερχομό να φτάνει
απειλητικός από την εγκατάλειψη. Τώρα δείχνουν χαρούμενα, μιλούν,
θαρρείς, μ' ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία τους, για το ιδιαίτερο φρόντισμά
τους.
Δεν μπορούν σε
κάθε τους βήμα εκεί οι επισκέπτες να κρύψουν τον θαυμασμό τους, που
τον εκφραζουν με λόγια επαινετικά απ' όλης της καρδιάς τους, για τον
μοναδικό του οικήτορα-ηγούμενο. Έναν κυρτωμένο με μια της φύσης αδικία,
αλλά με σπινθηροβόλα τα μάτια του, δραστήριο μοναχό, που από μόνος
του με μονη τη συμπαράσταση λίγων άγνωστων κι ανώνυμων συνδρομητών
κατόρθωσε να σώσει το ιστορικό και τόσο γραφικό αυτό μοναστήρι.
Όλα εδώ τώρα
μαρτυρούν μια ψυχή αφοσιωμένη στο θείο, πηγή απ' την οποία πήγασε
η δύναμη που τον οδήγησε παρά τη σωματική του ανημπόρια, στο αθόρυβο,
το αγονημένο από κάποιους άλλους φρόντισμά του. Λάμπουν τα πάντα εδώ
μέσα στη ζηλευτή τους τάξη και ζωντάνεψαν, λες, παλιές, καλές εποχές του μοναστηριού
τούτου, που κάποτε άκμαζε, όπως κι όλα τ' άλλα.
Στο άπλωμα του
βράχου με το ένα του κυπαρίσσι και λίγα χαμοκλάδια και τον μικρό λαχανόκηπο,
στο ακροβράχι το ξέγναντο μόλις μπορείς να ξεχωρίσεις σα σ' άπατου
βυθού το χώμα της Καλαμπάκας τα σπίτια.
Λίγοι είχαμε
απομείνει εκεί ψηλά στην Άγια Τριάδα κι είναι πια ώρα ν' αφησουμε
το βράχο και να κατεβούμε. Στεκόμαστε αναποφάσιστοι, δισταχτικοί
να μπούμε στο κάποιο εναέριο μεταφορικό μέσο, ένα είδος τελεφερίκ,
με το οποίο ο πατήρ Σωφρόνιος -έτσι λεγόταν ο ηγούμενος του μοναστηριού-
κατόρθωσε να συνδέσει τον απότομο και ξεκομμένο απ' τους άλλους
βράχο με τον αντικρινό του, κοντά στον οποίο διαβαίνει ο αμαξόδρομος
για τ' άλλα μοναστήρια.
Αφήνω τους πιο
τολμηρούς να προτιμήσουν το εναέριο αυτό ταξίδι, αποχαιρετώ θερμά
τον ερημίτη εκεινον και διαβαίνοντας τα λαξεμένα στον βράχο εκατόν
πενήντα τρία σκαλοπάτια, κατεβαίνω στη ρίζα του. Και με λίγους άλλους
κατηφορίσαμε στο μονοπάτι, που μόνο αυτό παλιότερα και με δυσκολία
πολλή εξυπηρετούσε συνδέοντας το μοναστήρι αυτό με την Καλαμπάκα.
Εκεί φτάσαμε ύστερα από μιας περίπου ώρας κοπιαστική πορεία ανάμεσα
σε χαμοδέντρια και βατιώνες, που τώρα σκέπαζαν το μονοπάτι και τους
πετροσωρούς και τα βραχάκια, που το συντρόφευαν στο κλωθογύρισμά
του από ψηλά ως χαμηλά λίγο έξω από την πόλη μας.
Μεταβείτε στο: α' μέρος
β' μέρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου