Το μεγαλόπρεπο Καθολικό της Ιεράς Μονής Βαρλαάμ, που τιμάται
στη μνήμη των Αγίων Πάντων, έκτισαν στα 1541/42, όπως μαρτυρούν οι σχετικές
επιγραφές και άλλες αρχειακές πηγές, οι Γιαννιώτες αδελφοί ιερομόναχοι
Θεοφάνης (+ 17 Μαΐου 1544) και Νεκτάριος (+ 7 Απρ. 1550) οι Αψαράδες.
Φαίνεται όμως ότι στην πραγματικότητα το κτίσιμο του καθολικού είχε
χονδρικά μόνο τελειώσει κατά το 1541/42, ενώ οι λεπτομέρειες των οικοδομικών
και άλλων εργασιών του ναού και του νάρθηκα συνεχίστηκαν μέχρι το Μάϊο
του 1544, όπως συμπεραίνει κανείς από το υπόμνημα του ιερομονάχου
Κασσιανού, προηγουμένου της Μονής Σίμωνος Πέτρας, το οποίο αναφέρεται
στο θάνατο του ιερομονάχου Θεοφάνη. Σύμφωνα με το κείμενο αυτό,
ο Θεοφάνης, καταπονημένος από βαριά δεκάμηνη ασθένεια, πέθανε στις
17 Μαΐου του 1544, ημέρα Σάββατο (ξημερώνοντας Κυριακή του Τυφλού).
Τις τελευταίες του λοιπόν στιγμές, λίγο πριν πεθάνει,
συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις, βγήκε από το κελλί του και στηριζόμενος
στη βακτηρία του έφθασε με λαχτάρα μέχρι το ναό, που μόλις τότε είχε
τελειώσει. Μπήκε μέσα και έκθαμβος από την ομορφιά και τη λάμψη του δοξολόγησε
και ευχαρίστησε το Θεό και τους Αγίου Πάντας, στη μνήμη των οποίων και
τον αφιέρωσε. Στη συνέχεια ευλόγησε όλο το παρευρισκόμενο εκεί
τεχνικό συνεργείο αδελφών της μονής –λατόμους, οικοδόμους, κτίστες
και λεπτουργούς (ξυλογλύπτες)-, που εργάστηκαν για την αποπεράτωση
και τον καλλωπισμό του ναού, και βαθιά ικανοποιημένος και συγκινημένος
επέστρεψε στο κελλί του, όπου ήρεμα και γαλήνια παρέδωσε την ψυχή του
στα χέρια του Πλάστη του:
«Επί έτους ζνβ [7052-5508=1544],
κατά τον μήνα Μάϊον, τη αυτού ιζ , Σαββάτου λαχούσης της ημέρας, ώρα
δε ενάτη, ετελειώθη ο πάνσεπτος και περικαλλής ναός συν τω νάρθηκι,
επάνω της ιεράς πέτρας του Βαρλαάμ, δια συνδρομής, κόπων τε και εξόδων
των πανοσιωτάτων και αιδεσιμωτάτων πατέρων, των και αυταδέλφων
κυρού Νεκταρίου και κυρού Θεοφάνους, των μακαρίων ανδρών. Εν τώδε τω
καιρώ ησθένησεν ωσεί μήνας δέκα ο μακάριος Θεοφάνης και τοσούτω
δαμασθείς υπό της πολλής ασθενείας, ότι σχεδόν εγγίσας έως των πυλών
του θανάτου˙ από δε του πόθου, ούπερ είχεν προς τον ναόν, εγερθείς προθύμως
και περιχαρής, οία και ην ασθενής στηριζόμενος υπό της ράβδου αυτού,
ένδον εισελθών και ιδών την τελείωσιν του ιερού ναού και υψώσας τας
χείρας εις τον ουρανόν και το ‘δόξα σοι ο Θεός’ επειών, τους δε Αγίους
Πάντας ευχαριστήσας εκ πόθου –ούτω γαρ τω ναώ τω κοινώ ούτος προσηγορεύσατο-,
ομοίως ουν ευχόμενος και ευλογών και πάντας τους αδελφούς, λατόμους
και οικοδόμους, κτίστας τε και τους λεπτουργούς, επίσης εδεξιώσατο
και υπερηυχήσατο η ηγιασμένη ψυχή. Είτα πάλιν εστράφη τοις ιδίοις
ποσί πορευόμενος εν τω κελλίω αυτού και, σχηματισάμενος εαυτόν τω
τύπω του ζωοποιού σταυρού, κατέθετο το ιερόν σκήνος επί την στρωμνήν
αυτού, ορών προς ανατολάς…» (κωδ. 180 και 275 Μ. Βαρλαάμ).
Το καθολικό της Μονής Βαρλαάμ είναι ένα τυπικό κομψό
καθολικό αγιορειτικού τύπου, με δικιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο
τον κυρίως ναό, ο οποίος αριστερά και δεξιά φέρει τις χαρακτηριστικές
αθωνικές κόγχες, δηλαδή τους χορούς. Του κυρίως ναού προηγείται ευρύχωρος
εσωνάρθηκας (λιτή) με ωραίο τρούλλο στο κέντρο του, ανάλογο με εκείνο
του κυρίως ναού, στηριζόμενο σε τέσσερις πεσσούς.
Ο κυρίως ναός, όπως μαρτυρεί η επιγραφή του (στο νότιο
τοίχο), τοιχογραφήθηκε το 1548. Δεν αναγράφεται το όνομα του ζωγράφου,
όμως η τεχνική, το χρώμα, οι κινήσεις και η διάταξη των μορφών και
των σκηνών, και γενικότερα τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά των τοιχογραφιών
αυτών, που είναι ίδια με εκείνα των τοιχογραφιών του παρεκκλησίου του
Αγίου Νικολάου στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας (στο Άγιον Όρος), το οποίο
αγιογράφησε (σύμφωνα με την επιγραφή του) στα 1560 ο Θηβαίος ζωγράφος
Φράγκος Κατελάνος, αποδίδουν με βεβαιότητα την αγιογράφηση του κυρίως
ναού της Μονής Βαρλαάμ στον ίδιο διάσημο καλλιτέχνη. Στο Φράγκο Κατελάνο
αποδίδεται επίσης, με βάση τεχνοτροπικά πάλι κριτήρια, και η ιστόρηση
του καθολικού της Μονής του Οσίου Νικάνορα στη Ζάβορδα των Γρεβενών.
Στον τρούλλο επάνω εικονογραφείται ο Παντοκράτορας
ως Δίκαιος Κριτής, στο τύμπανο η τιμητική χορεία των προφητών και αγγέλων,
στα σφαιρικά τρίγωνα οι τέσσερις ευαγγελιστές, από τους οποίους ο Λουκάς
παριστάνεται να «ιστορεί» την εικόνα της Θεοτόκου. Στις δύο πλευρικές
κόγχες, τους χορούς, του κυρίως ναού εικονίζονται ολόσωμοι στρατιωτικοί
άγιοι, ενώ οι ψηλότερες επιφάνειες των τοίχων είναι κατάγραφες με
πολυπρόσωπες συνθέσεις, παρμένες από τη ζωή και το πάθος του Κυρίου
καθώς και από το πάθος του Κυρίου καθώς και από το εορτολόγιο γενικότερα
της Εκκλησίας. Στο δυτικό τοίχο, πάνω από την είσοδο, η καθιερωμένη
παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου˙ στο κέντρο δεσπόζουν το άψυχο
σώμα της Παναγίας πάνω στη νεκρική κλίνη και ο Χριστός που κρατάει
τρυφερά την αμόλυντη ψυχή της πάναγνης μητέρας του˙ αριστερά και δεξιά
άγγελοι, οι απόστολοι και ιεράρχες. Θαυμάσια η απόδοση και μεμονωμένων
μορφών αγίων, όπως των γλυκύφθογγων μελωδών της Εκκλησίας Ιωάννη
Δαμασκηνού και Κοσμά του Μαϊουμά.
Στους ανατολικούς πεσσούς, στα πλάγια του τέμπλου, εικονίζονται
ολόσωμοι αριστερά η Παναγία και δεξιά ο Χριστός, που με τα χαρακτηριστικά
και πλούσια διακοσμημένα φωτοστέφανά τους θυμίζουν έντονα φορητές
εικόνες, όπως συμβαίνει και με άλλες μεμονωμένες μορφές αγίων και αρχαγγέλων
(Ιω. Προδρόμου, Αρχαγγέλου Μιχαήλ κ.α.). Στους δυτικούς πεσσούς ιστορούνται
οι κτίτορες της μονής με τη μοναχική τους περιβολή, γεμάτοι ευλάβεια
και ταπείνωση, αριστερά κάτω από την Παναγία ο Θεοφάνης, κρατώντας,
όπως συνηθίζεται, και προσφέροντας περίτεχνο ομοίωμα του κτίσματός
τους, και δεξιά κάτω από το Χριστό ο Νεκτάριος.
Στην κόγχη του ιερού εντυπωσιάζει η επιβλητική παράσταση
της Πλατυτέρας των Ουρανών με τη λάμψη του χρυσού και των άλλων χρωμάτων
της και τη γλυκύτητα στην έκφραση του προσώπου της. Πιο κάτω η γεμάτη
ιεροπρέπεια και μυστική κατάνυξη παράσταση των αγγέλων ως λειτουργών
του Υψίστου.
Η λαμπρή τοιχογράφηση του κυρίως ναού του καθολικού
της Μονής Βαρλαάμ έχει όλα τα χαρακτηριστικά της εικονογραφίας του
Φράγκου Κατελάνου, την αφηγηματική λεπτομέρεια και ανάλυση των ιστορικών
γεγονότων στις εικονογραφούμενες συνθέσεις από το ένα μέρος, και
τον έντονο ρεαλισμό από το άλλο, δάνειο ίσως και επίδραση της ιταλικής
τέχνης. Ο Φράγκος Κατελάνος δεν μπόρεσε βέβαια να αποφύγει εντελώς
την επίδραση του μεγάλου Κρητικού ζωγράφου Θεοφάνη, αλλά, όπως παρατηρεί
ο Α. Ξυγγόπουλος, «το έργον του θα ηδύνατο να χαρακτηρισθή ως μία
αντίδρασις εις τον γενικόν θαυμασμόν και την, κατά τινα τρόπον, υποδούλωσιν
εις την τέχνην του μεγάλου Κρητός καλλιτέχνου.
Δεκαοχτώ χρόνια μετά μετά την ιστόρηση του κυρίως
ναού, στα 1566, σύμφωνα με τις επίσημες επιγραφικές μαρτυρίες, τοιχογράφησαν
το νάρθηκα (λιτή)˙ του καθολικού, με έξοδα του επισκόπου Βελλάς Ιωαννίνων
Αντωνίου Αψαρά, οι αυτάδελφοι Θηβαίοι αγιογράφοι, ο Γεώργιος ιερέας
και σακελλάριος Θηβών και ο Φράγκος. Οι δύο αυτοί αδελφοί ζωγράφοι, όπως
αποδεικνύουν οι κτιτορικές επιγραφές εκκλησιών στα χωριά της Ηπείρου
Κράψη και Κληματιά η Βελτσίτσα, έφεραν το επώνυμο Κονταρής. Το ναό
του Αγίου Νικολάου της Κράψης αγιογράφησαν από κοινού οι αδελφοί
Κονταρήδες στα 1563, ενώ το ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος της Κληματιάς
μόνος ο Φράγκος Κονταρής στα 1568.
Στην κορυφή του τρούλλου του νάρθηκα κυριαρχεί η παράσταση
του Παντοκράτορα. Στον ανατολικό τοίχο η πολυπρόσωπη σύνθεση της
Δευτέρας Παρουσίας με όλες τις χαρακτηριστικές σκηνές της αδέκαστης
εκείνης Κρίσης. Στο δυτικό τοίχο η εντυπωσιακή αλληγορική παράσταση
του όσιου ασκητή Σισώη, ο οποίο θρηνεί πάνω από τον ανοικτό τάφο με
το γυμνό σκελετό του ένδοξου στρατηλάτη και κοσμοκατακτητή Μεγάλου
Αλεξάνδρουμ συμβολίζει τη φιλοσοφίας της ματαιότητας των εγκοσμίων
και την αδυσώπητη και αναπόφευκτη μοίρα του θανάτου για κάθε άνθρωπο
ανεξαίρετα: «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα όσα ουχ υπάρχει μετά
θάνατον˙ ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα˙ επελθών γαρ
ο θάνατος, πάντα ταύτα εξηφάνισται…».
Στο ανατολικό τμήμα του νότιου τοίχου εικονίζονται
πάνω από τον τάφο τους οι όσιοι κτίτορες Νεκτάριος και Θεοφάνης, κρατώντας
από κοινού ομοίωμα του ναού˙ τα αυστηρά ασκητικά χαρακτηριστικά
και η υπερκόσμια γαλήνη τονίζονται ιοδιαίτερα στις εξαϋλωμένες
μορφές τους. Στους ανατολικούς πεσσούς, αριστερά η Παναγία η Μεσίτρια
και Προστάτις των Χριστιανών και δεξιά ο Χριστός. Όλες οι λοιπές επιφάνειες
των τοίχων είναι κατάγραφες με σκηνές μαρτυρίων, ολόσωμους αγίους,
όσιους ασκητές κ.α.
Επιγραφή πάνω από την τοιχογραφία της Παναγίας στο
νάρθηκα, αριστερά, μας πληροφορεί ότι «εν έτει δε Χριστού αψπ [=1780] και αψπβ [=1782] ανεκαινίσθη άπασα η ιστορία του
αγίου βήματος του καθολικού και νάρθηκος τούτου δια συνδρομής και δαπάνης
του ταπεινού επισκόπου Σταγών Παρθενίου εις μνημόσυνον και ψυχικήν
αυτού σωτηρίαν». Πρόκειται για το γνωστό λόγιο και δραστήριο επίσκοπο
Σταγών Παρθένιο (Μαρτ. 1751 - + 26 Μαρτ. 1784), ο οποίος υπήρξε αδελφός
της μονής και μεγάλος ευεργέτης και δωρητής. Μεταξύ των άλλων δώρισε
στη μονή και το αξιόλογο προσωπικό του αρχείο καθώς και τη βιβλιοθήκη
του. Με προσωπικά του έξοδα έκτισε τον εξωνάρθηκα του καθολικού,
τον οποίο αποτελούσε στοά με καμάρες σε διπλή σειρά, όπως αναφέρεται
και περιγράφεται στο στιχούργημα του ιερομονάχου Γαβριήλ Αγιαμονίτη
(1786). Ο εξωνάρθηκας αυτός διατηρήθηκε, φαίνεται, ως το 1857, οπότε,
όπως έδειχνε εντοιχισμένη επιγραφή, ανακαινίστηκε η ανακτίστηκε
στο ίδιο σχέδιο, και τελικά αντικαταστάθηκε από το σημερινό εξωνάρθηκα
με τον ξενώνα στον επάνω όροφο, επί μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών
Πολυκάρπου [Θωμά] και ηγουμένου της μονής Χριστοφόρου Μάη, όπως
μαρτυρεί μαρμάρινη εντοιχισμένη πλάκα του έτους 1930.
Αξιοπρόσεκτο για τη λεπτή και περίτεχνη επεξεργασία
του είναι το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο του κυρίως ναού του καθολικού,
καθώς και ο ηγουμενικός θρόνος και τα δύο αναλόγια με πλούσια και ωραία
διακόσμηση από φίλντισι˙ επιγραφή στο ένα από αυτά μας πληροφορεί
ότι κατασκευάστηκαν επί επισκόπου Σταγών Παϊσίου (του Κλεινοβίτη,
1784-1808) και ηγουμένου της μονής Ανατολίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου