Βορειοδυτικά της Καλαμπάκας υψώνεται ένας
πανύψηλος και πελώριος βράχος, λίαν δυσπρόσιτος, καλούμενος
επιτοπίως Αγιά (Αϊά). Η υψηλότερη κορυφή του έχει υψόμετρο 630 μ.
Ο Φώτης
Κοτοπούλης γράφει: «Η ψηλότερη
κορυφή του βράχου της Αγιάς από μεν το κέντρο της Καλαμπάκας φθάνει τα
οκτακόσια και πλέον μέτρα, από δε τα ριζά του τα εξακόσια και από το βορεινό
μέρος προς το Καστράκι και από τα ριζά του τα τριακόσια μέτρα. Ως γνωστό ο
ναός, ο τιμώμενος επ’ ονόματι των αγίων αποστόλων Παύλου και Πέτρου, ήτο
κτισμένος σε μια σπηλιά που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά και στη βάσι της
ψηλότερης κορυφής αυτού, όπου εκτείνεται οροπέδιο, το οποίο καταλαμβάνει χώρο
δέκα με δώδεκα στρέμματα».
Επί του
οροπεδίου αυτού του βράχου μέσα σε σπήλαιο ήταν κτισμένη η ιερά μονή των Αγίων
Αποστόλων, σε υψόμετρο 550 μ.
Από
φωτογραφία που διαθέτουμε διακρίνουμε ότι ο σπηλαιώδης ναΐσκος ήταν προφανώς
στον β΄ όροφο, προϋπάρχοντος κτιρίου, του οποίου οι πέτρες είναι εριμμένες
σήμερα κάτω. Οι τοιχογραφίες αρχίζουν σε ύψος 2 η 2,5 μέτρων και σώζονται
εκατέρωθεν των δύο πλευρών της σπηλιάς. Υπάρχουν επίσης επί του βράχου
χαμηλότερα, πελεκημένα σκαλιά για την ανάβαση και δύο στέρνες.
Σώζονται
τοιχογραφίες με την Παναγία, τον Αρχάγγελο, και άγιες
γυναίκες της εκκλησίας μας. Η πρώτη δεξιά ομοιάζει με την αγία Παρασκευή. Η
δεύτερη με την αγία Μαρίνα. Αριστερά σώζονται δύο ημιεξίτηλοι όσιοι με τα
μοναχικά σχήματα. Όπως φαίνεται στον πρώϊμο εντόπιο μοναχισμό των Μετεώρων,
όπως και στους ενοριακούς ναούς ιστορούνταν στους τοίχους των καθολικών και
άγιοι και άγιες γυναίκες της Εκκλησίας μας.
Σύμφωνα με τα τεχνοτροπικά στοιχεία των προαναφερομένων
τοιχογραφιών η μονή των Αγίων Αποστόλων ήταν ιδρυμένη πιθανώς τον 13ο με 14ο
αιώνα.
Στην
χαλκογραφία του 1782 ο μοναχός Παρθένιος σημειώνει στον εν λόγω βράχο «οι Άγιοι
Απόστολοι».
Μία
πληροφορία για την μονή των Αγίων Αποστόλων μας διασώζει, επίσης, ο Φώτης
Κοτοπούλης για την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Αυτός ο βράχος που τόσο δονήθηκε από τις υμνολογίες της
βυζαντινής μουσικής και αγιάστηκε από ασκητές, «επέπρωτο επί κατοχής, κατά το
έτος 1943, να καταπατηθούν τα ιερά και άγια χώματά του από τους Καυκάσιους
στρατιώτες, οι οποίοι είχαν φυλάκιο στο Αδράχτι. Απερίσκεπτα, όμως, (ίσως)
κάποιος Καστρακινός να υπέδειξε το ανέβασμα, όπου εκεί πάνω έστησαν την σημαία
με τον αγκυλωτό σταυρό».
Οι Άγιοι
Απόστολοι σήμερα είναι μετόχι της ιεράς μονής Ρουσάνου, με την υπ' αριθ.
19/5.2.1995 πράξη του σεβασμιωτάτου μητροπολίτη Σταγών και Μετεώρων κ.
Σεραφείμ.
Χαρακτηριστική
είναι η περιγραφή αναβάσεως στην Αϊά από τον Καστρακινό συγγραφέα Αθανάσιο
Τσαγκαρσούλη:
«Ο
περιπατητής περνάει δίπλα από το Αδράχτι που σαν ακοίμητος φρουρός του
μεγαλείου της φύσης προβάλλει ακριβώς από πάνω, και ανηφορίζοντας ελαφρά πατάει
την ρίζα του πελώριου τούτου βράχου. Η Αϊά είναι ο υψηλότερος βράχος του
πέτρινου αυτού συγκροτήματος και ένας από τους ογκωδέστερους της ίδιας
περιοχής. Αν εκμεταλλευτεί κανείς μια σχισμή του βράχου και την κάποια
ομαλότητά του φτάνει σχετικά εύκολα στη χαμηλή Αϊά. Ακολουθώντας ύστερα το
μονοπάτι που είναι σκαλισμένο στο βράχο, βρίσκεται μπροστά σε ένα τεχνητό
άπλωμα. Ο βράχος έχει πελεκηθεί σε έκταση αρκετών τετραγωνικών μέτρων και είναι
μπορετό να στέκεται κανείς άνετα και να παρατηρεί και τη σοφία του δημιουργού
και τα έργα του ανθρώπου. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο είναι πελεκημένες στο βράχο
δυό στέρνες, τα ξηροπήγαδα όπως τα λένε οι Καστρακινοί, ένα άλλο σκάλισμα που
μοιάζει με σκάφη, το «σκαφίδι της βασίλισσας», ένα άλλο σε σχήμα καθίσματος, ο
«θρόνος του βασιλιά»...
Απ’ εδώ και
πάνω αρχίζει η δυσκολία για το ανέβασμα στην ψηλή Αϊά. Εδώ δουλεύουν χέρια και
πόδια. Το σκαρφάλωμα γίνεται στη ράχη του βράχου. Και όσο ανεβαίνει κανείς τόσο
περισσότερο προβάλλει το κενό κάτω. Τώρα αρχίζουν τα πόδια να τρέμουν ελαφρά
(τρέμει η αρίδα) και τα χέρια με τις πατούσες να ιδρώνουν. Φυσικά όχι από την
πολλή ζέστη. Μετά από αρκετή προσπάθεια και δεξιότητα πέτυχε, ο αναρριχητής,
την πρώτη νίκη και έφτασε στο «ντρασκίλι». Το βράχο πάνω στον οποίο μέχρι τώρα
σκαρφάλωνε πρέπει να τον αφήσει και να περάσει σ’ άλλον και να συνεχίσει το
ανέβασμα. Στην πραγματικότητα ένας είναι ο βράχος που έχει μία σχισμή και θα
πρέπει να περάσει από το ένα μέρος στο άλλο. Για να περάσει όμως δεν μπορεί να
συνεχίζει σκαρφαλώνοντας, πρέπει να σηκωθεί όρθιος και να ρίξει ένα βήμα, μια
δρασκιλιά, για να περάσει στο άλλο μέρος του βράχου και να συνεχίσει το
ανέβασμα. Λίγη ακόμη προσπάθεια και νικητής πια βρίσκεται στο μεγάλο άπλωμα της
ψηλής Αϊάς. Πλάτωμα αρκετά μεγάλο σε έκταση, ελαφρά, όμως, κατηφορικό. Την
εποχή που έχουν ξεραθεί τα χόρτα χρειάζεται μεγάλη προσοχή γιατί γλιστρούν
επικίνδυνα. Στο άπλωμα αυτό κυριαρχεί το δένδρο Μπορμποτσιλιά. Εκεί ανεβαίναμε
παιδιά το φθινόπωρο για να μαζέψουμε μπορμπότσιλα. Τα είχαμε για φρούτα της
εποχής.
Η στέγη της
Αϊάς και όλου του συγκροτήματος των βράχων είναι πράσινη. Τη στεφανώνει το
πουρνάρι. Εκεί ο βράχος δεν είναι ενιαίος και συμπαγής. Αποτελείται από
μικρότερους βράχους, τα κομμάτια, που είναι τοποθετημένοι, λες από μαστορικό
χέρι, με πολλή τάξη ο ένας δίπλα η πάνω στον άλλο. Σ’ αυτό το σημείο της Αϊάς
ελάχιστοι ανεβαίνουν. Στη βάση αυτού του ιδιόμορφου παζλ υπάρχει ένα βαθούλωμα,
μια αβαθής σπηλιά, αν μπορεί να ειπωθεί, που μέρος της εσωτερικής της
επιφάνειας καλύπτει μία μεγάλη αγιογραφία. Είναι οι δώδεκα Απόστολοι. Δεν
υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο στο σημείο αυτό (κτίσμα παλιό, χάλασμα, σκάλισμα
στο βράχο) που να ενισχύει την άποψη ύπαρξης ασκητηρίου στη συγκεκριμένη θέση,
εκτός των όσων είδαμε στη χαμηλή Αϊά. Από το ύψος της Αϊάς αγναντεύει κανείς ολόκληρο
το θεσσαλικό κάμπο και τα βουνά που τον περιβάλλουν. Το κατέβασμα είναι κάπως
δυσκολότερο, συγκριτικά με το ανέβασμα, γιατί τώρα ο αυτοσχέδιος αναρριχητής
είναι υποχρεωμένος να έχει την πλάτη προς την πλευρά του βράχου και να βλέπει
μπροστά του το τεράστιο κενό που χάσκει κάτω από τα πόδια του. Ο πρώτος
στεναγμός της ανακούφισης βγαίνει από το στόμα του μόλις περάσει το
«ντρασκίλι», ο άλλος βγαίνει μόλις πατήσει στο σκαλισμένο άπλωμα του βράχου και
καθίσει για λίγη ξεκούραση στο «θρόνο του αυτοκράτορα».
Ο φιλόλογος Θεόδωρος Νημάς για την φυσική αμυντική οχύρωση
της Καλαμπάκας γράφει: «Σύμφωνα με μαρτυρία του Άγγλου περιηγητή W. Leake, αλλά
και διαβεβαιώσεις παλιών Καλαμπακιωτών, κοντά στο στενό που χωρίζει τους
βράχους Αϊά και Άλτσο, τόσο προς την πλευρά της Καλαμπάκας όσο και του
Καστρακίου, υπήρχαν κατάλοιπα αρχαίου τείχους. Σήμερα είναι εμφανές ένα κομμάτι
του αρχαίου τείχους στην αρχή της οδού Κωνσταντινουπόλεως, πίσω και ανατολικά
του ναού των Αγίων Πάντων. Σύμφωνα με πληροφορίες, το τείχος προχωρούσε δυτικά
και περνούσε μπροστά (νότια) του βυζαντινού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Σήμερα έχει περικλειστεί από τον τοίχο αντιστηρίξεως του προαυλίου του ναού και
έχει μπαζωθεί. Ως προέκταση του τείχους και ίσως ως ακρόπολη μπορεί να θεωρηθεί
ο πανύψηλος βράχος της Αϊάς, που δεσπόζει στα βόρεια της Καλαμπάκας, την οποία
χωρίζει από το γειτονικό χωριό Καστράκι. Ο βράχος αυτός, ο οποίος μαζί με τους
βράχους Άλτσο και Ανεμόμυλο ίσως αποτελούσε ένα κλειστό οχυρωματικό συγκρότημα,
εχρησιμοποιείτο στους αρχαίους χρόνους ως καταφύγιο και φυσική ακρόπολη. Τα
στενά που χωρίζουν τους τρεις αυτούς βράχους ήταν φραγμένα με τείχη. Ο Léon
Heuzey, ο οποίος πέρασε από την Καλαμπάκα το 1858 και ανέβηκε στον βράχο της
Αϊάς γράφει:
‘‘Κατά τη
βυζαντινή εποχή και πιθανώς από την εποχή των Ελλήνων μία πόλη η τουλάχιστον
μία ακρόπολη έπρεπε να ήταν κρυμμένη μέσα σ’ αυτά τα βράχια, όπου κατείχε μία
απόρθητη θέση. Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα. Το κάστρο για το οποίο μου μιλούν
δεν είναι εκεί. Βρίσκεται πάνω στην ίδια την πλαγιά του βράχου της Αϊάς και
πρέπει να σκαρφαλώσουμε στους απότομους γκρεμούς της. Οι δύο οδηγοί μου
σκαρφαλώνουν επιδέξια ξυπόλητοι κι εγώ τότε για να τους ακολουθήσω αναγκάζομαι
να βγάλω τα παπούτσια μου και να θυσιάσω ένα ζευγάρι κάλτσες.
Στην αρχή ο
βράχος είναι απότομος, αλλά η κλίση του είναι τέτοια που μπορεί κανείς να
κρατηθεί απ' αυτόν. Στα δύσκολα σημεία του βράχου έχουν φτιάξει τρύπες που
μοιάζουν με πρόχειρα σκαλοπάτια. Φτάνουμε έτσι ως την κάθετη πλευρά. Εδώ πρέπει
να χρησιμοποιήσουμε τα χέρια και τα πόδια: Τρυπώνουμε σε μία από αυτές τις
σχισμές που οι αλπινιστές μας ονομάζουν "καμινάδες", και εκεί, χάρη
σε μερικές πέτρες που εξέχουν κατά διαστήματα, καταφέρνουμε να σκαρφαλώσουμε,
μετά από ένα τέταρτο περίπου σκληρής προσπάθειας, στο πρώτο επίπεδο των
απότομων βράχων. Οι σύντροφοί μου, ο ένας μπροστά, ο άλλος πίσω, με βοηθούν με
όλη τους την καρδιά. Εκεί πάνω συναντώ τέλος, προς μεγάλη μου έκπληξη, ένα
ελικοειδές μονοπάτι με πλάτος το πολύ ως δύο πόδια, φτιαγμένο από ανθρώπινα
χέρια, πάνω από την άβυσσο, σ’ ένα μήκος περίπου εξήντα με ογδόντα μέτρα. Το
πέρασμα είναι πολύ επικίνδυνο, και δεν το επιχειρούμε χωρίς κάποιο
τρεμούλιασμα, κολλώντας ο ένας πάνω στον άλλο, με τα χέρια μας απλωμένα και τις
παλάμες μας γαντζωμένες πάνω στη λεία πλευρά τoύ βράχου. Τίποτα δεν μας
προφυλάσσει από μία πτώση στο κενό, εκτός από την ικανότητα που μας έδωσε ο
καλός Θεός να μπορούμε να κρατιόμαστε σε ισορροπία: αν και ο ίδιος ο
καταραμένος βράχος μοιάζει να μας σπρώχνει. Το μετέωρο μονοπάτι οδηγεί σε μία
σκάλα με δεκαπέντε σκαλοπάτια λαξευμένα μέσα στην πέτρα. Κι αυτά είναι το ίδιο
στενά όπως και το μονοπάτι, όμως για να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος, έφτιαξαν στην
άκρη τον γκρεμού ένα είδος κουπαστής η παραπέτου, πάχους ενός ποδιού. Στο έβδομο
περίπου σκαλοπάτι, μία εγκοπή πρέπει να είχε χρησιμεύσει σαν στήριγμα πόρτας,
και πιο ψηλά μερικές τρύπες για δοκάρια μαρτυρούν ότι υπήρχε πάνω από τη σκάλα
ένα προστέγασμα.
Η σκάλα καταλήγει σ’ ένα
πλάτωμα, σχεδόν επικλινές, όπου τρύπες επίτηδες φτιαγμένες και μονοπάτια σου
επιτρέπουν ακόμα να περπατήσεις πάνω στον γλιστερό βράχο για να φτάσεις σε μία
τετράγωνη δεξαμενή λαξευμένη μέσα στην πέτρα. Σήμερα χρησιμεύει για ποτίστρα
των άγριων περιστεριών που πέφτουν εκεί στην άκρη του γκρεμού κατά σμήνη. Σ’
ένα πιο ψηλό πλάτωμα, άλλες σειρές με τρύπες, συνδεδεμένες επίσης με τμήματα
μονοπατιού, οδηγούν σε μία δεύτερη δεξαμενή που είναι εντελώς όμοια με την
πρώτη. Από εκεί δεν είναι εφικτό να ανέβεις κι άλλο ακόμα και να φτάσεις έτσι
ως την κορυφή του βράχου της Αϊάς. Υπάρχει εκεί, κατά τα λεγόμενα των οδηγών
μου, μία σπηλιά που ήταν άλλοτε το παρεκκλήσι των Δώδεκα Αποστόλων, αλλά δεν
υπάρχει εκεί κανένα ίχνος ανθρώπινης παρέμβασης. Μερικοί βοσκοί τολμούν
κάπου-κάπου κι επισκέπτονται αυτές τις ψηλές θέσεις, όπου η ανάβαση είναι πάρα
πολύ επικίνδυνη. Από την κορυφή ξεπετιέται προς τα βορειοανατολικά ένας μυτερός
βράχος με σχήμα παράξενο και γυρτό· είναι ένας πέτρινος κύβος που συγκρατείται
από μία παραξενιά της φύσης πάνω στην αιχμή του και θεωρείται από τους κατοίκους
σαν το κιβώτιο όπου φυλάσσεται ο θησαυρός του κάστρου. Αυτό όμως θα το ξέρουν
μόνο οι γύπες που διάλεξαν για φωλιά τους αυτόν τον αιωρούμενο στους αιθέρες
ογκόλιθο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου