του Στέφανου Αργ. Θανασούλα
Ιερά Μονή Ρουσάνου |
Ο γνωστός λόγιος συγγραφέας, ο αείμνηστος Στέφανος
Θανασούλας, μας δίνει μια θαυμάσια και πολύ γλαφυρή περιγραφή των Μετεώρων και
τί σημαίνουνουν αυτά για τους κατοίκους της περιοχής. Είναι πιστεύουμε η πλέον
αυθεντική, αξιόπιστη και διαχρονική μαρτυρία από έναν άνθρωπο που αγάπησε και
ασχολήθηκε όσο ελάχιστοι με τις παραδόσεις του τόπου του και εκφράζει την
συλλογική συνείδηση της τοπικής κοινωνίας.
Πόσες φορές, θυμάμαι,
μικρό άγουρο κι ανήξερο μ΄ έφερνε «γκαλιαγκότσια» (στους ώμους) η μάνα
μου, προσκυνητή –με κάποιο της ίσως τάμα- στη χάρη του Αγίου Στεφάνου,
της Αγίας Τριάδας ή τ’ Αρσάνι. Ήταν τα μόνα, στα οποία επιτρεπόταν
η είσοδος των γυναικών, απ΄ τα πέντε μοναστήρια των Μετεώρων.
Πόσες πάλι φορές,
θυμάμαι, μεγαλύτερο παιδί, μ’ άλλους συνομήλικούς μου κάπου–κάπου
σκαστοί απ’ το σχολείο μας όλοι, σε κάποια μοναστηριού γιορτή ή ακόμα
κι έτσι λέγαμε: «πάμε στα μοναστήρια». Κι οδηγουμένοι από ένα σωρό
συναισθήματα που μας πλημμυρίζαν, παίρναμε με μιαν ανάσα την ανηφοριά,
πηδώντας βραχάκια και περνώντας νεροσυρμιές και μικροθάμνια που φυτρώναν
ζερβά δεξιά στο μονοπάτι. Και δεν αργούσαμε να σκαρφαλώσουμε στη στιγμή
στ’ ανεμόδαρτα, τα γυμνά, τα νεροφαγωμένα κάποιου βράχου μάγουλα,
ν’ ακροζυγιαστούμε στο γκρεμό, στην άβυσσο, ν’ ανεβοκατεβούμε ξύλινες
ανεμόσκαλες στο χάος κρενασμένες, που όλο έτριζαν στο κάθε πάτημά
μας. Παράπονό μας μόνο έμεινε, γιατί οι καλόγεροι ποτέ δεν ήθελαν να
μας ανεβάσουν ψηλά με το «βρυζόνι» ή το «δίχτυ» παρ’ όλα μας τα παρακαλετά
κι άς, πολλές φορές, βοηθούσαμε μ’ αυτά ν’ ανεβάσουν πράγματά τους
ή και τις τόσες τους σοδειές απ’ τ’ αμπέλια τα «βακούφικα», τα χωράφια,
τα κοπάδια, τα μελίσσια τους.
Άγνωρος για
μας ο κίνδυνος, ξένος ο ίλιγγος κι ο φόβος. Λεύτερη ήταν η ψυχή μας
στη θέα του απύθμενου, και την καρδιά μας φτέρωνε η κατακόρυφη ανάταση
των βράχων των γιγάντιων, των φοβερών, π’ αντιβοούσαν απ’ τις φωνές
και τα τραγούδια στο γυρισμό μας τον ολόχαρο.
Πολλές φορές
πάλι, θυμάμαι, αντρωμένος πια, ανηφόριζα να φτάσω, να σκαρφαλώσω,
(ν’ ανέβω), υπομονετικός προσκυνητής του θείου μεγαλείου, σε κάποιο
απ’ τα πέντε των Μετεώρων μοναστήρια, τα όσα απ’ τα είκοσι τέσσερα
είχε η Σκήτη της Δούπιανης ή των Σταγών, η επισκοπή τους, στη μεγάλη τους
ακμή: τον Άγιο Στέφανο, την Αγία Τριάδα, το Αρσάνι ή Ρουσάνι, το Βαρλαάμ
και το Μεγάλο Μετέωρο ή Μεταμόρφωση.
Αυτά μόνο ο χρόνος
κι η εγκατάλειψη δεν είχαν ρειπιάσει και σαρώσει κι αυτά στάθηκαν ο
κόσμος όλων αυτών που αρνήθηκαν τα εγκόσμια. Ισορροπούν στο χάος κι
απλώνουν στην άβυσσο στέγες, εξώστες, στοές, κοντά σ’ άλλους ένα σωρό,
ως χίλιους βράχους. Είναι, λες, πέτρινο δάσος, παράξενο, μυθικό, μ’ άλλους
μικρούς και σκελετωμένους –όλους ξώκοσμους και υπεργήινους- απολιθωμένους
μυθικούς γίγαντες.
Μπροστά στους γιγαντόβραχους
τούτους νιώθει ο καθείς νάνος, γίνεται μικρό παιδί που ατενίζει μ’ έκδηλη
έκπληξη αυτό το μαγευτικό θέαμα. Σφίγγεται η ψυχή σου σαν αντικρίζεις
έναν εδώ, άλλον εκεί, κάποιον παραπέρα, θαρρώντας πως από στιγμή σε
στιγμή φοβερίζουν να πέσουν, να σωριαστούν στο βάραθρο.
Ακόμα και πριν
αρκετά χρόνια οι αρθρωτές ξυλανεμόσκαλες των μετεωρίτικων μοναστηριών
κι η ανάβασή τους ήταν επιτήδειος ακροβατισμός. Και σιγά-σιγά κανείς
δεν τ’ αποφάσιζε ούτε να δοκιμάσει ν’ ανεβεί τα πρώτα σκαλοπάτια τους.
Μόνο λίγοι τ’ αποφάσιζαν να μπουν στο χοντρό σκοινί, που από ψηλά τραβούσαν
καλόγεροι γυρίζοντας την «ανέμη».
Ακόμα μένουν και
ξυπνούν πλήθος θύμησες παλιές σ’ όσους σκαρφάλωσαν στην ανεμόσκαλα
κι έφτασαν εκεί ψηλά. Και νοιώθουν τρανό το θαυμασμό μαζί και κάποιο
φόβο στην σκέψη πώς τολμούσαν κάποτε να κρεμαστούν στο χάος, ανάμεσα
γης και ουρανού, μ’ ανάερο κι ανάπετο δίχτυ που μετεωριζόταν, δίχως
να τρέμουν συγκορμοι, να σταματά η ανάσα τους.
Ασφαλισμένα κι
άφοβα, όπως και τώρα, ανέβαινα, θυμάμαι, κι άς το πω, ώς την εξώπορτα
του μοναστηριού του Βαρλαάμ ή της Μεταμόρφωσης. Ξεπερνούσαν θυμάμαι
τα εκατό στο καθένα.
Εκεί ψηλά, αποθαυμάζοντας
τη γύρω θέα, ένιωθα πάντα σα να σίμωνα στο Θεό, τόσο κοντά, θαρρώντας
πως άν είχα την αφοβιά να σηκώσω ψηλά τα χέρια θ’ άγγιζα τα δάχτυλά μου
στην άκρη του θρόνου του.
Πόσες φορές δε
βρέθηκα σε κάποιο της πέτρινης πολιτείας μετεωρίτικο μοναστήρι,
σ’ ένα απ’ τα πέντε εκείνα ή στου Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά που
πριν λίγα χρόνια ανοικοδομήθηκε και ξανάγινε όπως ήταν τότε που πρωτχτίστηκε.
Έφτανα τώρα, σε λίγα μόνο της ώρας λεφτά, καθώς ο ασφαλτοστρωμένος
απ’ την Καλαμπάκα μέχρι σ’ αυτά δρόμος, ξεψυχάει κάτω απ’ τις γρήγορες
στροφές των τροχών κάποιου αυτοκινήτου, που πλήθος στη σειρά κάθε
στιγμή πάνε κι έρχονται.
Αμέτρητοι είναι
οι ντόπιοι και οι ξένοι από χώρες μακρινές, οι τουρίστες όπως τους λένε
σήμερα, που έγινε μόδα ο εκδρομισμός. Καθημερινά, κάθε καιρό και
το χειμώνα ακόμα, οπότε το τοπίο δείχνει κάτι ασύλληπτο –αδύνατο
να το περιγράψω– αντικρίζοντας το θέαμα των Μετεώρων μ’ ακόρεστο
το θαυμασμό και συγκινήσεις ζωηρές και θωρώντας τη λίθινη πολιτεία
με τους τιτανόβραχους, δεν μπορεί παρά να νιώθουν και να στοχάζονται
κάποιο σιωπηλό μήνυμα σαν πνοή αύρας λεπτής, την οποία συνταίριασαν
η Φύση, η Τέχνη κι ο Ορθόδοξος Μοναχισμός.
Κάθε φορά π’ ανέβαινα
σε κάποια μετεωρίτικη Μονή, ένιωθα νά «μεταρσιώνομαι, νά φτερουγίζ’
ο νους μου σ’ άγιους ορίζοντες κι η ψυχή μου να γεμίζει οξυγόνο θείας
χάριτος». Αυτό το οξυγόνο ανάσαινα εδώ πάνω, στο χώρο τον γεμάτο
ολον ιερότητα, στην κάθε γωνιά του και άκρη, που πλημμύρα γινόταν στην
εκκλησιά του μέσα. Εκεί, σε κάποια άκρη της εκκλησιάς, πόσες φορές κι
ώρες πόσες δεν έμεινα βουβός, ριγώντας κάθε τόσο σύγκορμα από δέος
θρησκευτικό, καθώς από κάποια αγιογραφία που είχαν ιστορήσει κορυφαίοι
μεταβυζαντινής ζωγραφικής καλλιτέχνες μοναχοί, έβλεπα να ζωντανεύουν
μορφές αγίων πλήθος ιλαρές. Μαζί και πλήθος παραστάσεις με συνεπαίρνανε
μακριά από κάθε γήινο και, καθώς το μελισσοκέρι ευωδίαζε κι έκαιγε
μοσχολίβανο, (φτιαγμένο από καλογήρων χέρια), με μετεώριζαν μεταξύ
ουρανού καί γης. Με λύτρωναν, θαρρούσα, από το σάρκινο και μ’ έφερναν
σε κάποιο άλλο ουράνιο κόσμο.
Πόσες πάλι φορές
δεν ένιωθα σαν σε έκσταση, καθώς από της θολόχτιστης εκκλησιάς το ύψος
ξεχώριζε το παντεποπτικό του Παντοκράτορα όμμα, από τούτη τη μεριά
γλυκά να μου χαμογελάει με καλοσύνη, απ’ εκείνη αυστηρά να με θεωρεί,
να μ’ ευλογεί απ’ την άλλη μ’ άπειρη την αγάπη του.
Πολλές φορές
πάλι, σε κάποιου μοναστηριού γιορτή, σε κάποια ολονυχτία που ξαγρύπνησα,
θαρρούσα πως έφταναν ολοκάθαρα, απαλά, γλυκά στ’ αφτιά μου υμνωδίες
χερουβικές, των Σεραφείμ δοξολογίες.
Όμως, και τώρα,
που ξωμάχος πια της δούλεψης μου αργοσχολώ, νιώθω μια δύναμη άγνωρη
να με τραβά στων Μετεώρων βράχων ψηλά τα μοναστήρια επισκέπτη τους στοχαστικό
κι ευλαβικό προσκυνητή, με ίδια συναισθήματα σαν τότε.
Εδώ, όπως στα χρόνια
τα παλιά, έτσι και τώρα μα κι ακόμα περισσότερο με κάθε άνεση φτάνουν
κι εύκολα ανεβαίνουν ψηλά μικρά παιδιά, άντρες, γυναίκες –αφού καταργήθηκε
κι αυτό το «άβατο» - και γέροι, για να θαυμάσουν το μοναδικό σ’ όλο τον
κόσμο τοπίο.
Των Μετεώρων τα
έξι μοναστήρια, που λειτουργούν σήμερα, μεγαλόπρεπα, καλοφροντισμένα,
φιλόξενα, αποτελούν το κέντρο του μετεωρίτικου τουρισμού.
Πλήθος πάντα
είναι οι επισκέπτες, μα και χιλιάδες οι προσκυνητές, καθώς τα Μετέωρα
ασκούν μια μαγευτική έλξη με τη μοναδικότητα της δημιουρίας τους
και τα μοναστήρια τους είναι ένας τόπος ιδανικός γι’ ανάταση ψυχική,
στοχασμό και προσευχή. Όλα εδώ σ’ απομονώνουν, θαρρείς, από κάθε
μάταιο και πρόσκαιρο εγκόσμιο, απ’ το άγχος της ζωής και φέρνουν την ψηχή
σου σε διάλογο, με το αιώνιο, το αληθινό.
Σ’ ένα απ’ τα μοναστήρια
των Μετεώρων, στον Άγιο Στέφανο, οργανώθηκε μια γυναικεία άδελφότητα
μοναζουσών, ένα πνευματικό κοινόβιο, στο οποίο η αγάπη του Κυρίου
έφερε μοναχές και με πανεπιστημιακές ακόμη σπουδές. Εκεί ο καθένας
απ’ τους τόσους και τόσους καθημερινούς επισκέπτες και προσκυνητές
με την πρώτη ματιά ξεχωρίζει το νέο χρώμα της ζωής, τη δημιουργική
πνοή, και συνειδητοποιεί ταυτόχρονα πως ο μοναχισμός δεν είναι μια
παλιωμένης κατάσταση, κάτι ξεπερασμένο και μαραμένο, ξώκοσμο και
αναχρονιστικό. Αντίθετα ανθεί και ακμάζει, δεν περιφρονεί και δεν
αχρηστεύει τις πολιτιστικές αξίες της ζωής, αλλά τις αξιοποιεί και
τις προάγει. Είναι –στην πνευματική του θεώρηση- μια προσφορά στο σύνολο,
απ’ τις «του κόσμου του ματαίου εκτός» εκεί υπάρξεις.
Τακτικός κι εγώ
επισκέπτης-προσκυνητής στο μοναστήρι τούτο, το πιο απ’ όλα τ’ άλλα
εδώ στα Μετέωρα εύβατο, καθώς μια γεφυρούλα μόνο-πάνω απ’ τη χαράδρα
τη βαθιά, που χαίνει στα βάθη, μπρος απ’ την πλατειά τη σιδερόπορτα-
το χωρίζει απ’ τον αυτοκινητόδρομο, νιώθω ξένο, μακριά μου το ρυθμό
και τη ρουτίνα της καθημερινής ζωής.
Ώρες πολλές, αφού
ανάψω ένα μελισσοκέρι στο μικρό εκκλησάκι του πρωτομάρτυρα κι άλλο
στη μεγαλόπρεπη εκκλησιά τ’ Αγίου Χαραλάμπους, μένω ακουμπισμένος
στα κάγκελα της άκρης του βράχινου εξώστη, που μοιάζει απλοχωριά, κι
αφήνω το βλέμμα μου να πλανηθεί ώς τα βάθη πέρα τ’ ουρανού.
Η θέα πάλι
μπροστά μου, χαμηλά στα κατάβαθα, ξανοίγεται πανώρια, με τ’ ολοκέντητο
πολύχρωμο χαλί, που σε μια του άκρη ξαπλώνεται χωμένη στην αγκαλιά του
πράσινου η Καλαμπάκα.
Από δω ψηλά, θαυμαστής
και λάτρης των μετεωρίτικων βράχων, αγναντεύω τους τόσους και τόσους
τιτανόλιθους και τη Μετεωρίτικη Πολιτεία που κρατούν το νου μου,
την καρδιά και τη σκέψη μου όλη. Κι η ψυχή μου στο ουράνιο φτάνει, θαρρώ,
και στο Δημιουργό τα χείλη μου ευγνωμοσύνης λόγια ψιθυρίζουν. Κι ο ψίθυρός
μου τούτος, πιστεύω, σμίγει μ’ αέρηδων μιλήματα π’ αντιλαλούν βοερά
ανάμεσα στους βράχους, στις κορφές τους, στις χαράδρες
και στις αμέτρητες σπηλιές τους.
Μεταβείτε στο: β' μέρος
γ' μέρος
Μεταβείτε στο: β' μέρος
γ' μέρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου